- ιππότης
- ο1. τιμητικός τίτλος που αποκτούσαν οι ευγενείς στο μεσαίωνα έπειτα από κατάλληλη αγωγή.2. αυτός που τιμήθηκε με ειδικό παράσημο: Ιππότης του Σωτήρος.3. τιμητικός τίτλος που δίνεται από το βασιλιά του Hνωμένου Bασιλείου σε άτομα που έχουν διαπρέψει στον επιστημονικό, τον καλλιτεχνικό χώρο κ.α., ο τίτλος του σερ.4. μτφ., άνθρωπος ευγενής, με λεπτούς τρόπους και ανιδιοτέλεια: Ο άντρας της είναι ιππότης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.